ὄνασιν

ὄνασιν
ὄνᾱσιν , ὄνησις
use
fem acc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όνησις — ὄνησις, εως και δωρ. τ. ὄνασις, ιος, ἡ (Α) 1. χρησιμότητα, ωφέλεια, κέρδος 2. απόλαυση, ευτυχία 3. φρ. α) «ὄνασίς ἐστί τινι» ωφέλεια ή χαρά για κάποιον β) «ἔπ ὄνασίν τινι» και «εἰς ὄνασίν τίνος» για τη χαρά και την ευτυχία κάποιου γ) «ὄνησιν ἔχω» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”